- φρακάρισμα
- το, -ατοςαναγκαστική ακινητοποίηση, το να μην μπορεί κανείς ή κάτι να κινηθεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρακάρισμα — το, Ν [φρακάρω] 1. αναγκαστική ακινητοποίηση, εμπλοκή («το φρακάρισμα τής πόρτας οφειλόταν στα χαλίκια που υπήρχαν στο δάπεδο») 2. προσωρινή διακοπή τής κυκλοφορίας, κυρίως τής οδικής, λόγω μεγάλης συρροής πλήθους ή οχημάτων («το φρακάρισμα τών… … Dictionary of Greek